- γραμματοθήκη
- ηθήκη με πολλά χωρίσματα, στα οποία τοποθετούνται τα τυπογραφικά στοιχεία, στοιχειοθετείο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γραμματοθήκη — η 1. θήκη στην οποία φυλάσσονται επιστολές που έχουν διαβαστεί 2. στοιχειοθετείο με πολλά τετράγωνα ή επιμήκη χωρίσματα, στα οποία τοποθετούνται τα τυπογραφικά στοιχεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < γράμμα ( ατος) + θήκη. Ο τ. μαρτυρείται στον πληθ.… … Dictionary of Greek
γράμμα — το (AM γράμμα) [γράφω] Ι. 1. οτιδήποτε έχει γραφεί 2. σύμβολο τού αλφαβήτου 3. επιστολή 4. ανάγνωση διάβασμα II. στον πληθ. γράμματα, τα 1. η γραφή 2. η μόρφωση, η παιδεία 3. (τα Ιερά) Γράμματα η Αγία Γραφή 4. ο Δεκάλογος 5. κατάστιχο 6. φρ.… … Dictionary of Greek
θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… … Dictionary of Greek
στοιχειοθήκη — η, Ν θήκη στην οποία τοποθετούνται τα τυπογραφικά στοιχεία, αλλ. γραμματοθήκη, κν. κάσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στοιχείο + θήκη. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον Ειρ. Ασώπιο] … Dictionary of Greek